- αιμωδιώ
- (α) αμετ. неметь, коченеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… … Dictionary of Greek
αἱμωδιῶ — αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres imperat mp 2nd sg αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres subj act 1st sg (attic epic ionic) αἱμωδιάω have the teeth set on edge pres ind act 1st sg (attic epic ionic) αἱμωδιάω have the teeth set on edge… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αιμωδίαση — ( ις), η και αιμωδίασμα, το [αιμωδιώ] το μούδιασμα* … Dictionary of Greek
αιμωδιάζω — και αιμωδιώ [αιμωδία] πάσχω από αιμωδία, μουδιάζω* … Dictionary of Greek
αιμωδιασμός — ο (Μ αἱμωδιασμὸς) [αἱμωδιῶ] η αιμωδία … Dictionary of Greek
αιμωδώ — αἱμωδῶ ( έω) (Α) αιμωδιώ … Dictionary of Greek
μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») … Dictionary of Greek